- φατσάρω
- αμετ. мор. дуть в лоб (о ветре)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φατσάρω — Ν [φάτσα] 1. εμφανίζω 2. ναυτ. (για άνεμο) φουσκώνω τα ιστία πλοίου φυσώντας από μπροστά … Dictionary of Greek
φατσάρω — φατσάρισα 1. εμφανίζω (βλ. λ.). 2. (ναυτ.), πέφτω πάνω στην μπροστινή όψη των πανιών του πλοίου (για άνεμο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)